παραδοξολόγημα

παραδοξολόγημα
το
λόγος ή πράξη παράδοξη, παραδοξολογία: Δεν μπορώ να σε παρακολουθή

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραδοξολόγημα — το, ΝΜ [παραδοξολογώ] παράδοξος λόγος, παραδοξολογία …   Dictionary of Greek

  • παραδοξολογία — η το να λέει κανείς ή να κάνει παράδοξα, παράξενα, περίεργα, απίθανα, φανταστικά πράγματα, αλλ. παραδοξολόγημα: Δεν πείθει κανένα, γιατί τα όσα λέει είναι παραδοξολογίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”